Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία - 03/04/2011
Έντυπη Έκδοση
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 3 Απριλίου 2011
Κοκτέιλ μολότοφ για τις εισηγμένες
ΟΙ ΖΗΜΙΕΣ ΤΟ 2010 ΞΕΠΕΡΑΣΑΝ ΤΑ 3 ΔΙΣ. ΕΥΡΩ ΕΝΑΝΤΙ ΚΕΡΔΩΝ 3,7 ΔΙΣ. ΕΥΡΩ ΤΟ 2009 - ΤΟ ΠΙΟ ΑΝΗΣΥΧΗΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΦΕΣΗΣ «ΧΤΥΠΗΣΑΝ» ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΤΙΣ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
ΦΟΡΟΙ, ύφεση, μείωση διαθέσιμου εισοδήματος, πάγωμα πιστωτικής επέκτασης, αύξηση επιτοκίων, πτώση αξιών και αβεβαιότητα ήταν τα συστατικά ενός πρωτοφανούς κοκτέιλ μολότοφ που άναψε φωτιά και έκαψε τα οικονομικά αποτελέσματα των εισηγμένων εταιρειών στο Χρηματιστήριο για το έτος του 2010.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των ισολογισμών που επεξεργάστηκε η Πήγασος ΑΧΕΠΕΥ, οι ζημιές ξεπέρασαν τα 3 δισ. ευρώ έναντι κερδών 3,7 δισ. ευρώ το 2009, αν και το μεγαλύτερο μέρος τους προέρχεται από τις απομειώσεις περιουσιακών στοιχείων.
Αντίθετα, ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε 4%, αλλά οφείλεται κυρίως στην αύξηση των φόρων και των τιμών ορισμένων προϊόντων (π.χ. καυσίμων). Εάν εξαιρεθεί ο κλάδος των καυσίμων, ο τζίρος είναι μειωμένος 2% (76,4 δισ. ευρώ). Τα λειτουργικά αποτελέσματα, που είναι και το σημαντικότερο μέγεθος, εμφανίζουν κάμψη 28% στα 7,34 δισ. ευρώ. Ομως, το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι οι επιπτώσεις της ύφεσης «κτύπησαν» περισσότερο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες εμφάνισαν κατά μέσο όρο πτώση 60%-80% των λειτουργικών τους κερδών. Αποτέλεσμα, η συνεισφορά τους στη συνολική κερδοφορία (ανάμεσα σε εταιρείες με κερδοφόρα αποτελέσματα) να περιοριστεί σε ποσοστό χαμηλότερο του 10%.
Ζημιές να... φάνε και οι κότες είχαν οι εισηγμένες εταιρείες στο Χρηματιστήριο, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις του 2010, που δημοσιοποίησαν μέχρι 31 Μαρτίου 2011. Το απόλυτο ύψος των ζημιών, που ξεπερνάει τα 3 δισ. ευρώ, περιλαμβάνει υπο-αξίες (αρνητική διαφορά μεταξύ του κόστους κτήσης και της τρέχουσας αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου) και προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις (πιθανότατα δεν θα εισπραχθούν).
Ετσι, το απόλυτο μέγεθος της ζημιάς (3,1 δισ. ευρώ) προέρχεται κατά το μεγαλύτερο μέρος από τη συνολική υποτίμηση περιουσιακών στοιχείων και όχι από την κάθεαυτή δραστηριότητα των επιχειρήσεων. Μόνο οι MIG και Alapis είχαν απομειώσεις ύψους 2,246 δισ. ευρώ. Μικρότερης έκτασης αναπροσαρμογές προς τα κάτω έκαναν οι Βωβός, Sciens, Σιδενόρ, Lamda Development, Μαΐλλης, Trastor, Pasal, ενώ σημαντικές επισφαλείς απαιτήσεις ή ζημιές προηγούμενων χρήσεων καταγράφονται στον ΟΤΕ, στον κλάδο υγείας και τις κατασκευαστικές εταιρείες. Εάν προστεθούν και οι απομειώσεις που έκαναν οι τράπεζες (7,3 δισ. ευρώ), τότε το συνολικό ύψος τους ξεπερνάει τα 10 δισ. ευρώ.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ποσού δεν θα ανακτηθεί. Ομως, ένα μικρό μέρος του μπορεί να ανακτηθεί στο μέλλον. Ετσι, το ύψος των ζημιών ως απόλυτο νούμερο δεν θα το ξαναδούμε το 2011, εκτός εάν οι τράπεζες προχωρήσουν σε νέο ρεκόρ απομειώσεων.
Επί ξυρού ακμής
Πρέπει να επισημανθεί πως τις μεγαλύτερες πληγές έχουν μικρομεσαίες εταιρείες. Οπως σημειώνει ο αναλυτής Μάνος Χατζηδάκης, «τα περιθώρια κέρδους έχουν κυριολεκτικά διαλυθεί. Οι εταιρείες της μικρής κεφαλαιοποίησης δουλεύουν με ιδιαίτερα χαμηλά νούμερα (2,4%-2,8%), όταν μια απόσταση ασφαλείας από την τελική γραμμή είναι της τάξεως του 8%-10%». Μόνο οι εταιρείες της μεγάλης κεφαλαιοποίησης έχουν διασώσει κάπως την κατάσταση των λειτουργικών περιθωρίων (14,09%), περιορίζοντας κατά περίπου 300 μονάδες βάσης τις απώλειες από τα περυσινά τους μεγέθη. Ενας από τους λόγους διάλυσης των περιθωρίων αφορά την εσωτερική χρηματοδότηση των πωλήσεων, που πραγματοποιούν ή είναι αναγκασμένες να πραγματοποιούν οι περισσότερες εμπορικές επιχειρήσεις, από τη στιγμή που οι λειτουργικές ταμειακές ροές είναι μειωμένες κατά 32%, ενώ την ίδια στιγμή δεν υπάρχει η δυνατότητα φθηνού βραχυπρόθεσμου δανεισμού από τις τράπεζες». Σύμφωνα με τον ίδιο, η συνεισφορά των μικρών εταιρειών στη συνολική παραγωγή λειτουργικής κερδοφορίας έχει περιοριστεί κάτω από 10%.
Ετσι, πολλοί αναλυτές εκφράζουν την αγωνία τους για το μέλλον των επιχειρήσεων. Πιστεύουν ότι αρκετές δεν θα επουλώσουν τις πληγές τους και ότι θα οδηγηθούν σε χρεοκοπία. Εξηγούν μάλιστα ότι η κάθετη κάμψη της ζήτησης, σε συνδυασμό με την αδυναμία, πρώτον να βρουν κεφάλαια και δεύτερον να ελέγξουν και να μειώσουν το κόστος, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε περισσότερα λουκέτα στην αγορά.