Ελευθεροτυπία - 05/03/2010
Έντυπη Έκδοση
Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010
Βιβλίο
Στο γράμμα του Σαββάτου
-
ΠΡΟΣ ΕΝΑΝ ΒΟΥΔΙΣΤΗ ΜΟΝΑΧΟ ΠΟΥ ΥΠΗΡΞΑ ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ
Αγαπημένε μου Ντιγκνάκα,Λαμπυρίζοντα ύδατα στοιχίζουν την ύπαρξή μου
Βουνά που δεν ανήκουν στη μέρα και τη νύχτα
Και πάνω τους ξαποσταίνουν πανάρχαια πουλιά
Με κόκκινα ράμφη και χρυσοπράσινα φτερά.
Στο τίποτε προσηλωμένα που δεν είναι κάτι
Στο κάτι προσηλωμένα που δεν είναι τίποτε
Ολα εδώ μοιάζουν μ' ένα
Εδώ όπου η καρδιά ρωτά απορημένη το υδάτινο βάρος
των ματιών σου:
Ο αγέρας, όμως, πότε κάτω απ' το φως σκιρτούσε σα διαμάντι;
Πότε παλλόταν, φούσκωνε και όριζε ήρεμα το περίγραμμά μου;
Ισως κάποτε ο Ανθρωπος μέσα μας έριχνε την άγκυρά του
Και το ξένο απ' το πρόσωπό του έσβηνε για πάντα
Τώρα τα δέντρα παύουν στην πτώση τους να παρασέρνουν
Νύχτα το πέρασμα κι αντιφεγγίζει πάνω στα κλαδιά τους
Μια εικόνα που ολοένα ψάχνει τη διαφάνειά της
Σα λάμψη στενή και μικρή σε χίλια κομμάτια σπασμένη
Οπου κατοικεί το στήθος ενός άρρωστου παιδιού
Ή ο τυφλός αμαξάς σέρνοντας άνεργος το άλογό του.
Η λήθη δεν είναι στη φύση του δώρου, μου είχες πει
Οταν από μακριά ο άνθρωπος κοιτάζει τα έργα του
Η γη είναι σίγουρη για την επιστροφή του
Η ενότητα ξανά τον περιπαίζει...
ΥΓ.: Είναι τρεις του Νοέμβρη και κάθομαι δίπλα στο άπειρο
Τα πουλιά άρχισαν να ξαναπετούν
Αραγε κινούνται, σχίζουν τον αγέρα;
Οταν το τέλος κι η αρχή βρίσκονται στη γη, δύσκολα κανείς μαντεύει.
Με αιώνια αφοσίωση
Β.Ζ.