Ελευθεροτυπία - 07/04/2011
Έντυπη Έκδοση
Βιβλιοθήκη, Πέμπτη 7 Απριλίου 2011
Πολωνός ελαιοχρωματιστής
Ο Φούτης ήρθε στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του '70.
Εμαθε το ποτό από έφηβος, στην Πολωνία, όταν ενσωματώθηκε, ως μαθητευόμενος, σε μεγάλο συνεργείο, που δούλευε σ' ένα πανύψηλο κτήριο στο κέντρο της Βαρσοβίας. Στα διαλείμματα ο πρωτομάστορας τον έστελνε ν' αγοράσει βότκα· κάθονταν έπειτα όλοι στην ημιτελή σκεπή και την έπιναν αγναντεύοντας τα υπερώα της πολωνικής πρωτεύουσας. Χρόνια μετά, κάποια βραδιά, έκλεψε με τους φίλους του ένα βαρέλι καθαρό οινόπνευμα. Το ξημέρωμα τον βρήκε στο σαλόνι του σπιτιού του να παριστάνει τον πιανίστα μπρος στο καλοριφέρ. Ο Φούτης γνώρισε του καλλιτέχνη τα βάσανα, τους κόπους και τις στερήσεις του αθλητή, αφού δούλεψε ένα φεγγάρι χορευτής στην όπερα της Βαρσοβίας κι έπαιξε επαγγελματικά μποξ στην κατηγορία φτερού. Του άρεσε συχνά ν' αναπολεί το μποέμικο κλίμα της Βαρσοβίας. «Εκεί οι γυναίκες δίνονται με τα μάτια», έλεγε. Είχε κάτι το ασκητικό η όψη τού Φούτη, το λιπόσαρκο και άτριχο κεφάλι του φώλιαζε σαν αβγό μες στα πυκνά του γένια. Κάπνιζε Καρέλια κασετίνα και χάριζε τη γελοιογραφία, που 'χει μέσα το πακέτο, στα παιδιά, κι έβηχε έναν βήχα κούφιο, σαν ψεύτικο, σκεπάζοντας πάντα το στόμα με τη μεγάλη χούφτα του. Τα νύχια του τότε, σαν περασμένα βερνίκι, έλαμπαν. Ετρωγε πάντα σαν πουλάκι (λίγο ψωμί, λίγο τυρί, δυο φέτες ζαμπόν) κι έπινε σαν άλογο. Δεν έμενε στην πόλη. Απ' το χωριό ερχόταν κάθε πρωί με τα πόδια, τρέχοντας· το βράδυ, αν ήταν νηφάλιος, έτρεχε πάλι, ειδάλλως έπαιρνε ταξί. Κι έπειτα, ρίχνοντας τσίπουρο σε πηγάδι δίχως πάτο, βούλιαζε στις βραζιλιάνικες σειρές.
Κάποτε ήταν να βάψει την ταμπέλα ενός μαγαζιού και χρειάστηκε μια σκάλα ψηλή για ν' ανεβεί, σ' ένα ρινγκ άλλου είδους, όπως φάνηκε ύστερα. Πλαγιάσανε τη σκάλα. Η μια της άκρη ακουμπούσε στη συμβολή του μπαλκονιού και του τοίχου, η άλλη έβγαινε αρκετά μες στον δρόμο, που ήταν πολύ στενός. Οποτε ερχόταν αμάξι, δεν έκοβε πολύ και περνούσε σύρριζα απ' τη σκάλα. «Κανείς δεν μου κρατάει!...», έλεγε κάθε λίγο κλαψουρίζοντας ο Φούτης, κι ενώ τα χάχανα έδεναν με τον βόμβο των τροχών, εκείνος συνέχιζε, με βλέμμα θολό και πυρετικό συνάμα, ν' απλώνει τη γαλάζια μπογιά, μοιάζοντας με μοναχό που φτιάχνει ουρανό για να δραπετεύσει.
Ηλίας Λ. Παπαμόσχος, Καστοριά