Ελευθεροτυπία - 11/06/2011
Έντυπη Έκδοση
Βιβλιοθήκη, Σάββατο 11 Ιουνίου 2011
Ηξερε
Οταν έσπασε το θερμόμετρο, η αντίδρασή της θεωρήθηκε υπερβολική.
Η αλήθεια είναι ότι ταράχτηκε πολύ, αλλά ήταν άρρωστη μήνες και η κατάστασή της χειροτέρευε. Ηταν ιδιαίτερα ευαίσθητη σε οτιδήποτε συνέβαινε γύρω της και ήξερε τι θα έκαναν αν δεν καταπίεζαν τη θέλησή τους. Κι όλα κατ' αυτήν είχαν αναλογίες με το αναπότρεπτο, ακόμη και κάτι τόσο συνηθισμένο όσο το σπάσιμο ενός θερμόμετρου. Επειτα από κάποιον θρήνο που θα ενέσκηπτε κατά τη στιγμή του θανάτου της και που θα κρατούσε για λίγο, κι ενδεχομένως να 'χε κι αυτός στοιχεία υπερβολής, θα μάζευαν τα γυαλιά κι όσο πιο πολύ υδράργυρο γινόταν να βρουν, αφού άνοιγαν πρώτα τα παράθυρα για να διαφύγουν οι βλαβεροί ατμοί του ρευστού μετάλλου. Μερικοί εξ αυτών, οι λιγότερο μορφωμένοι, απέφευγαν ακόμη και να ονομάσουν την ασθένειά της, και άλλοι, πιο εκλεπτυσμένοι αυτοί, έβλεπαν το πάσχον σώμα της ως το απότοκο μιας άρρωστης ψυχής. Το κορμί της την κρατούσε σ' επαφή με την πραγματικότητα, καθώς αυτό ήταν το μόνο που δεν ψευδόταν, μέσα σ' αυτό το σκηνικό της κουτής παραπλάνησης, σαν ένας υποβολέας που δεν πειθαρχεί. Ολοι, όλοι ανεξαιρέτως, έθεταν το ερώτημα αν κατάλαβε πως θα πεθάνει, και η αρνητική απάντηση που έδιναν ήταν μια υπόρρητη αμφισβήτηση της αντιληπτικής της ικανότητας. Ωστόσο, το ερώτημα απαντήθηκε, και το ιερό καθήκον της αποκατάστασης της αλήθειας εκλήφθηκε ως έπαρση. Η μαρτυρία δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί, όχι μόνο διότι δεν παίζουν με κάτι τέτοια θέματα, αλλά και γιατί ο αδελφός γνώριζε κάτι που ενίσχυε την αξιοπιστία της. Φαντάστηκε την αδελφή του να συναντά αυτόν τον άνθρωπο, την ευγνωμοσύνη της ν' ανθίζει σαν λουλούδι, το αλάφρωμα που της έφερε η εξομολόγηση, εκείνον να φουσκώνει από περηφάνια για μια στιγμή κι έπειτα να λυγίζει απ' το βάρος της εκλογής. Η ζήλια κέντησε την καρδιά του αδελφού. Ηταν ο ίδιος άνθρωπος που έφερε για δεύτερη φορά τάξη μέσα στης ζωής της το χάος. Την πρώτη, όταν το άπιαστο, το ορμητικό, το ταραχώδες και θυελλικό, το πιο όμορφο συναίσθημα που 'νιωσε ποτέ της, βρήκε την εξωτερική και υλική αναλογία του σ' εκείνου τη μορφή. Η ανάμνηση του πρώτου της έρωτα θα 'ταν το μόνο που 'μεινε όρθιο μες στην τρικυμία της αρρώστιας της. Τότε, όταν ήταν ακόμη παιδιά, του 'χε πει πως ήταν ερωτευμένη μαζί του και χρόνια μετά του 'πε: θα πεθάνω.
Ο αδελφός είδε σ' αυτή τη συνάντηση το σμίξιμο της Ψυχής και του Ερωτα, όπως το χάδι του ήλιου συναντά τα ταλαιπωρημένα στράλια ενός κουρασμένου καραβιού, γιατί και το κορμί της στο τέλος είχε κάτι από την ευπάθεια, τη λεπτότητα κι εκείνη την εύθραυστη διαφάνεια άνθους αποξηραμένου, φυλαγμένου ανάμεσα στις σελίδες ενός κοριτσίστικου λευκώματος, που έρχεται αναπάντεχα στο φως.