Ελευθεροτυπία - 15/09/2013
Έντυπη Έκδοση
Επτά, Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013
Μίκυ Μάους
ΣΤΟ εξώφυλλο του τελευταίου τεύχους του Μίκυ Μάους, ο Σκρουτζ ΜακΝτακ έχει κολλήσει την παπίσια μούρη του σ' αυτή του αιώνιου ανταγωνιστή του Ρόμπαξ -φαίνονται αγριεμένοι, ο καθένας είναι έτοιμος να φάει τον άλλο για το νιτερέσο του.
Είναι ο καπιταλισμός, ανόητε. Τόσο η αστεία απεικόνισή του στο περιοδικό (ή η διδασκαλία του, για κάποιους) όσο και ο πραγματικός, ο ισχύων, που παθαίνει κρίσεις, μία από τις οποίες επέφερε το κλείσιμο του περιοδικού. Σαράντα εφτά χρόνια. Ισως και να είχα αγοράσει το πρώτο τεύχος -ή κάποιο παιδί μεγαλύτερο από εμένα θα το είχε πάρει σίγουρα, και θα το είχα πιάσει στα χέρια μου. Το «Μίκυ Μάους» ήταν για πολλούς, όπως και για μένα, οι πύλες για το φανταστικό χάρτινο βασίλειο των κόμικς. Προς μεγάλη απογοήτευση των γονιών που έβλεπαν αφ' υψηλού τα χάρτινα καραγκιοζάκια, αυτά τα «μικυμάους», εννοώντας όλα τα κόμικς. Οι πιστοί των χάρτινων ηρώων παρέμειναν πιστοί -η αγάπη τους για τις ιστορίες φαντασίας δεν χάθηκε, αλλά μετασχηματίστηκε, όπως η ενέργεια στο Σύμπαν. Η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος του φανταστικού έγιναν τα συγκοινωνούντα δοχεία της ενάτης τέχνης.
Οι πιστοί παρέμειναν πιστοί, ναι. Ακόμα και όταν ενηλικιώθηκαν, συνέχισαν να διαβάζουν τα «καραγκιοζάκια», συνέχισαν να αγαπούν τα κόμικς, τους υπερήρωες, τις ιστορίες τρόμου και φρίκης, την επιστημονική φαντασία, τους άλλους κόσμους. Σε πείσμα, αυτή τη φορά όχι των γονιών, που μας έβαζαν τις φωνές όταν μας έπιαναν να ξενυχτάμε διαβάζοντας το «Μίκυ Μάους» με φακό κάτω από τις κουβέρτες, αλλά των σοβαρών.
Των σοβαρών φίλων, των διακεκριμένων συντρόφων ή των αυστηρών δασκάλων, που δεν μπορούσαν επ' ουδενί να καταλάβουν πώς είναι δυνατόν να βρίσκει κάποιος μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε μια νουβέλα του Λάβκραφτ, ή σε μια ιστορία του Κόρτο Μαλτέζε, από ένα κείμενο θέσεων της Κεντρικής Επιτροπής. Ναι, όλα αυτά τα χρωστάμε στα πρώτα κακοτυπωμένα, ευτελή «μικυμάους», που τα αγοράζαμε, τα συλλέγαμε, τα ανταλλάζαμε, τα αποθηκεύαμε σε κούτες. Για πολλούς, αυτή ήταν η μοναδική κινητή περιουσία τους, η προίκα τους, το χάρτινο Κανάβεραλ, απ' όπου εκτοξεύθηκαν οι πρώτοι πύραυλοι της παιδικής τους φαντασίας προς άλλους ουρανούς, προς άλλους κόσμους. Είναι κρίμα -ο εννιάχρονος γιος μου αυτό το χρόνο ανακάλυψε το «Μίκυ Μάους» και πάνω που αγκιστρώθηκε από τη φιλαργυρία του Σκρουτζ, την ανευθυνότητα του Ντόναλντ, το δυναμισμό του Μίκυ, τη γλυκιά ιδιωτεία του Γκούφι και την απίστευτη κωλοφαρδία του Γκαστόνε, τώρα θα τους χάσει όλους. Καλό ταξίδι, Μίκυ Μάους, τα άπειρα χέρια που σε κράτησαν με λαχτάρα, τώρα σε αποχαιρετούν.