Ελευθεροτυπία - 17/02/2013
Έντυπη Έκδοση
Επτά, Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013
Τέχνες & Πολιτισμός
ΑΝ-ΕΞΟΔΟΣ
-
Αναφιώτικα
Προφανώς, ο ξυλουργός Γιώργος Δαμίγος και ο χτίστης Μάρκος Σιγάλας δεν μπορούσαν να φανταστούν τι θα συνέβαινε στο απώτερο μέλλον, όταν έχτιζαν τα όμορφα αυθαίρετα σπιτάκια τους στη βορειοανατολική πλευρά του βράχου της Ακρόπολης.Και πώς να το φανταστούν βέβαια αυτοί οι δύο κάτοικοι της ταπεινής κυκλαδίτικης Ανάφης, που είχαν έρθει στην Αθήνα να βγάλουν μεροκάματο; Ο Γιώργος και ο Μάρκος έδωσαν γραμμή και σ' άλλους πατριώτες τους, που αυθαιρετούντες και αυτοί έχτισαν τα λιλιπούτεια σπίτια τους με ό,τι υλικό βρήκαν επί τόπου. Για να μην κουράζονται, δε, οι νυκοκοιρές να διασχίζουν φαρδιές ρούγες («μου τέλειωσε το σέλινο» ή «μου έσπασαν τη μύτη οι κεφτέδες σου») τα ανηφορικά σοκάκια ανάμεσα στα σπίτια έγιναν στενότατα. Κι έτσι έγιναν τα Αναφιώτικα, πάνω από την Πλάκα, μαζί και οι δύο τους Αγιοι, ο Συμεών στην οδό Θεωρίας και ο Γεώργιος των Βράχων στη Στάτωνος. Σαράντα πέντε από αυτά «επιζούν» ώς σήμερα, διατηρητέα τα θέλει ο νόμος και ως διατηρητέα ερειπώνονται. Παρά ταύτα, μεσημεράκι Σαββάτου, όταν ο ήλιος, που έπαιζε κρυφτούλι με τα σύννεφα, κέρδιζε το παιχνίδι, έλαμπαν οι ώχρες, ο ασβέστης, το κόκκινο του σκοτωμένου αίματος και το μπλε του κοβαλτίου.
Μια λευκή τριανταφυλλιά ήταν κατάφορτη, αλλά τον τόνο έδιναν οι τενεκέδες με τα φτωχά γεράνια. Κρεμασμένες σε κάποιες αυλές ή και στα σοκάκια επάνω οι μπουγάδες κι αίφνης δυο μυρουδιές, «πατάτες τηγανίζουν» είπαμε και λίγο πιο κάτω «τσιγαρίζουν σκόρδο». Βγαίνοντας προς την Πλάκα θαυμάσαμε τη γιγάντια δάφνη στο Παλιό Πανεπιστήμιο, ικανή να νοστιμίσει όλες τις κατσαρόλες με φακές των Αθηναίων και ύστερα βιαστικοί και πεινασμένοι διασχίσαμε την πλατεία Μοναστηρακίου, όπου ένα λευκό κοριτσάκι, όχι πάνω από έξι χρόνων, ακολουθούσε με άνεση το ρυθμό ενός τύμπανου που έπαιζε ένας μαύρος, ωραία απάντηση στους ηλίθιους με τις σβάστικες. Αφήσαμε τον οβολό μας και ύστερα μπήκαμε στου Ψυρρή για μεσημεριανό.