Ελευθεροτυπία - 19/06/2010
Έντυπη Έκδοση
Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Ιουνίου 2010
Χιούμορ και μελαγχολία του βωβού κλόουν
«Oper Opis» - Τσίμερμαν & Ντε Περό - Φεστιβάλ Αθηνών
Το Φεστιβάλ μάς έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε μια σχετικά νέα παράσταση, από τις πλέον επιτυχημένες στο είδος της τα τελευταία χρόνια. Το «Oper Opis» («Κάποιος... Κάπου») των Ελβετών Τσίμερμαν και Ντε Περό έγινε δεκτό με τον ενθουσιασμό που προκάλεσε στα φεστιβάλ μιμικής, όπου έχει εμφανιστεί μέχρι σήμερα.
Μια παράσταση που θα υπέγραφε κι ο Μπέκετ
Ισως γιατί πέρα από την εξαιρετική εκτέλεση, το ίδιο το θέαμα εκφράζει κάτι σχετικά σπάνιο για τα ελληνικά πράγματα: την επιστροφή του σωματικού θεάτρου στη μορφή της μιμικής, του χορού, του ακροβατικού θεάματος, της εικαστικής παρέμβασης του ηθοποιού-περφόρμερ. Ουσιαστικά το «Oper Opis» θυμίζει σε όλους μας την παρουσία του λαϊκού θεάματος και του καμποτινάζ, ενός μεγάλου κεφαλαίου του θεάτρου, που περικλείει και μερικές από τις πιο γόνιμες σελίδες του περασμένου αιώνα.
Οπως σε κάθε παράσταση αυτού του θεάτρου, η έμπνευση των Τσίμερμαν και Ντε Περό μπορεί να εκμαιεύσει συγκίνηση με ψυχοφυσικό τρόπο και να θέσει σε λειτουργία τους συνειρμούς της ονειρικής πραγματικότητας. Τα προβλήματα, συνήθως, ξεκινούν όταν προσπαθεί να «μπει σε λεπτομέρειες». Γενικά σχήματα, ανοιχτές, γεμάτες παιδική αθωότητα και σκανδαλιά ευαισθησίες χωρούν μια χαρά σε αυτό το είδος της παράστασης (την οποία θα υπέγραφε πριν απ' όλους ο ίδιος ο Μπέκετ). Για όποιον όμως θέλει να προχωρήσει πίσω από το συμβολικό (και ασφαλώς ευρηματικό), κεκλιμένο σκηνικό στην ερμηνεία, στις διαστάσεις και στις συνθήκες του ανθρώπινου παραλογισμού, το «Oper Opis» (που δεν είναι τίποτε άλλο από ιστοριούλες με σύγχρονους αρλεκίνους και πιερότους σε ερωτικές απογοητεύσεις και ζαβολιές) μοιάζει επίπεδο, αν όχι αφελές.
Δεν ισχυρίζεται κανείς ότι λείπει από την προσπάθεια το νόημα. Ωστόσο το «Κάπου... κάποιος» του τίτλου από μόνο του θέτει εύγλωττα τα όρια ενός θεάτρου που δεν φιλοδοξεί παρά να ακροβατεί στο κενό και να διασκεδάζει το κοινό με τον φυσικό τρόπο της τεχνικής. Είναι ένα ωραίο και καθαρό θέατρο, δύσκολο και απλό, μια σιωπηρή τέχνη που όμως ξεκινά από το «πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου».
Το ενδιαφέρον βρίσκεται σ' εκείνο το παλιό αίτημα του ολικού θεάτρου, που επρόκειτο να συγκινήσει τους θεατές του με την κοινή δράση των τεχνών προς μια κατεύθυνση κι έναν στόχο. Εδώ, το ιδιαίτερο είναι πως οι δύο καλλιτέχνες, κινούμενοι αντίθετα από ό,τι θα περίμενε κανείς, αντί να ενώσουν, συγκολλούν τις επιμέρους τέχνες πάνω σε μια live μουσική σύνθεση, καταλήγοντας σ' ένα κράμα από μουσική, τσίρκο, χορό και μιμική. Ισως εδώ βρίσκεται η πρωτοτυπία: το συναίσθημα αποξένωσης και ασυμφιλίωτης ετερότητας δεν περιορίζεται μόνο στο εύρημα της ανισόρροπης σκηνής ή του σωματικού mismatch μεταξύ των ηθοποιών. Προχωρά, μέσα από την πολυφωνία και την ετεροφωνία, στην αναζήτηση του χαμένου κέντρου. Μην αναζητούμε λοιπόν τελικό νόημα στην προσπάθεια των Ελβετών. Η τέχνη τους μοιάζει με την εικόνα του ανθρώπινου σώματος, όπως προβάλλεται στην παράσταση: αφύσικο όσο και υπερφυσικό, άλλοτε καρτουνίστικα διογκωμένο κι άλλοτε σουρεαλιστικά αλλοιωμένο.
Ολα αυτά βέβαια με το χιούμορ και τη μελαγχολία του βωβού κλόουν για τον κόσμο που βοά έξω από το τσίρκο του. Νομίζω ότι η παράσταση μας βοηθά να θυμηθούμε τη μαρτυρία του σωματικού θεάτρου για την ανθρώπινη κατάσταση. Σαν τέτοιο αδυνατεί να γίνει συγκεκριμένο, ιστορικό, αντικειμενικό. Η ποίησή του περπατά δίπλα μας, καθώς εμείς προχωρούμε.*