Ελευθεροτυπία - 04/09/2010
Έντυπη Έκδοση
Ελευθεροτυπία, Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010
Διαχρονικά
-
Η Ελλάδα του σουρεαλισμού
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης της «χαμένης γενιάς» Στα μέσα της δεκαετίας του '60, μερικοί κινηματογραφιστές, σπουδασμένοι στο εξωτερικό (κυρίως στη Γαλλία), επέστρεψαν στην Ελλάδα προκειμένου να αξιοποιήσουν τις γνώσεις τους.Τα πράγματα όμως δεν ήταν εύκολα (όπως γενικά δεν είναι εύκολα για τους νέους) -ειδικότερα στο χώρο του κινηματογράφου, όπου τότε, και για πολλά χρόνια, κυριαρχούσε ένα είδος κινηματογράφου που προφανώς δεν τους πήγαινε. Αργότερα βέβαια κάποιοι τα κατάφεραν, τότε όμως, προκειμένου να ζήσουν, βρέθηκαν υποχρεωμένοι, για λόγους κυρίως βιοποριστικούς, να δημοσιογραφούν.
Είχε βγει -αρχές του 1964- μια εφημερίδα, η «Δημοκρατική Αλλαγή», απογευματινή αδελφή της «Αυγής», επισήμου κομματικού οργάνου της ΕΔΑ, χωρίς όμως την αυστηρή κομματική γραμμή εκείνης, καθώς στόχευε στην προσέλκυση αριστερών αναγνωστών που αιμοδοτούσαν τις λεγόμενες αστικές εφημερίδες.
Εκ του εξωτερικού
Ενας από τους σπουδασμένους στο εξωτερικό κινηματογραφιστές, που δούλεψαν στη «Δημοκρατική Αλλαγή», ήταν και ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Γράφει ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο», υπότιτλος «Η ζωή ενός ταλαίπωρου Ελληνα» (Εκδ. Εικοστού Πρώτου, 1992):
«Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος κι εγώ γράφαμε κινηματογραφική κριτική. Είχαμε αντικαταστήσει ένα άλλο φιλικό ζευγάρι φίλων, την Τώνια Μαρκετάκη και τον Φώτο Λαμπρινό. Εγώ επιπροσθέτως έγραφα και κριτική βιβλίου κάπου κάπου, έκαμα και κανένα ρεπορτάζ, συνεργαζόμουνα και με τον Αλέξη Γρίβα στις διά της εφημερίδας διοργανώσεις κινηματογραφικών εκδηλώσεων». (Παρεμπιπτόντως, να προσθέσω ότι στην ίδια εφημερίδα ξεκινούσαν ως νεοσσοί ή περίπου τη δημοσιογραφική τους διαδρομή ο Γιώργος Βότσης, ο Σταύρος Απέργης και η ταπεινότητά μου, που αργότερα συστεγαστήκαμε στην παρούσα εφημερίδα.)
Θα σταθώ στον Βασίλη Ραφαηλίδη, που κι αυτός θήτευσε στην «Ε», καθώς στις 8 Σεπτεμβρίου συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τότε που έφυγε από τη ζωή, χτυπημένος από την παλιοαρρώστια, στα 66 του.
Πέρα από κινηματογραφικός κριτικός (οξύς και σαρωτικός για τον εμπορικό κινηματογράφο της εποχής), διακρίθηκε στη συνέχεια και ως πολιτικός αρθογράφος, επιφυλλιδογράφος και σχολιαστής, μ' έναν διεισδυτικό, αιρετικό και φιλοσοφημένο λόγο - γραπτό αλλά και προφορικό, στις περιπτώσεις που τον καλούσαν σε τηλεοπτικές εκπομπές (όπου αξίωνε να πληρωθεί, καθώς ήταν εναντίον της τζάμπα εργασίας). Με αποτέλεσμα να έχει φανατικούς θαυμαστές αλλά και ενάντιους -πράγμα που πολύ το απολάμβανε επειδή, επιπλέον, ήταν άνθρωπος με χιούμορ.
Αριστερός από κούνια
Γεννήθηκε το 1934 στα Σέρβια της Κοζάνης, από γονείς αριστερούς, που το 1943 τους ακολουθεί στο βουνό. Στον Εμφύλιο ο πατέρας του εξορίζεται και ο ίδιος, έχοντας βγάλει το γυμνάσιο στην Καστοριά, εγκαθίσταται το 1953 μόνος στην Αθήνα, προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα. Το 1959 γράφεται σε μια κινηματογραφική σχολή και τέσσερα χρόνια αργότερα δουλεύει σαν βοηθός του Νίκου Κούνδουρου και του Ροβήρου Μανθούλη. Το 1963 γυρίζει δύο ταινίες μικρού μήκους, ενώ τον ίδιο χρόνο εμφανίζεται ως ερασιτέχνης κινηματογραφικός κριτικός στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης». Μεταξύ 1963 και 1965 βρίσκεται στην Αλγερία και δουλεύει σαν σκηνοθέτης και δημοσιογράφος.
Με την επιστροφή του, εκτός από τη δουλειά του στη «Δημοκρατική Αλλαγή», εκδίδει με τον Αλέξη Γρίβα το περιοδικό «Ελληνικός Κινηματογράφος», που κλείνει η χούντα, οπότε συλλαμβάνεται για την αντιδικτατορική του δράση. Με την αποφυλάκισή του, ένα χρόνο αργότερα (με κάποιο από τα «ευεργετικά» μέτρα της χούντας), εκδίδει με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, με συνεργάτες και άλλους κινηματογραφιστές, το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος», και το διευθύνει ώς το 1973 οπότε το εγκαταλείπει, «κουρασμένος από τις ίντριγκες», όπως αναφέρει ο ίδιος.
Διδασκαλία στην κινηματογραφική σχολή Σταυράκου, σεμινάρια, βιβλία, κυρίως πάνω στο ίδιο αντικείμενο, συνεργασία με τις εφημερίδες «Το Βήμα», «Εθνος» και «Ελευθεροτυπία» -τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του- συνθέτουν τις δραστηριότητές του τα επόμενα χρόνια.
Ιδού ένα απόσπασμα από τον πρόλογο του αυτοβιογραφικού βιβλίου του -ενδεικτικό του ύφους και της βιοθεωρίας του- που εκτιμώ ότι θα μπορούσε να γραφτεί και σήμερα. Τυπικό εκπρόσωπο της λεγόμενης «χαμένης γενιάς» αποκαλεί τον εαυτό του και εξηγεί γιατί:
«Αυτής που στον πόλεμο ήταν παιδιά, στον εμφύλιο πόλεμο έφηβοι, στην πρώτη καραμανλική περίοδο νέοι άνδρες, στη χούντα άνδρες απλά, και σήμερα, που όλα καταρρέουν, είτε ώριμοι είτε ετοιμόρρροποι άνδρες, έτοιμοι είτε για τη συγκομιδή είτε για την κατεδάφιση. Αυτός που υπογράφει τούτα τα κείμενα έτυχε να ζήσει ολόκληρη αυτή τη δύσκολη για την Ελλάδα περίοδο από μέσα και να βιώσει καταστάσεις που συχνά ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια του ρεαλισμού, για να αγγίξουν τα όρια του σουρεαλισμού. Κατά κάποιον τρόπο, αυτά τα κείμενα είναι η σουρεαλιστική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας». *