Ελευθεροτυπία - 23/10/2010
Έντυπη Έκδοση
Βιβλιοθήκη, Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010
Η αβάσταχτη μοναξιά μιας γυναίκας
Μάνος Τσιλιμίδης
Οταν κρεμάσουν τις όμορφες
εκδόσεις Καστανιώτη, σ. 106, ευρώ 9,40
Ο Μάνος Τσιλιμίδης κάνει το νέο συγγραφικό του βήμα με θέμα τη μοναξιά της τρίτης ηλικίας. Ηρωίδα του, μια ηλικιωμένη γυναίκα, η Βενετία, η οποία ένα βράδυ, και μάλιστα Μεγάλης Παρασκευής, παίρνει τηλέφωνο έναν άγνωστό της άντρα στον οποίο αφηγείται κομμάτια από τη ζωή της. Κατά συνέπεια, δεύτερος χαρακτήρας της νουβέλας είναι αυτός ο άγνωστος άντρας, ο οποίος φαίνεται πως ανταποκρίνεται στη γυναίκα σχολιάζοντας («Με αυτό που είπατε τώρα, κύριε Ξένε, θα μπορούσα να προσβληθώ»), ή ζητώντας της εξηγήσεις και φέρνοντάς της κάποιες αντιρρήσεις. Ωστόσο, τόσο η συνολική συμμετοχή του στη συνομιλία τους όσο και ο τρόπος με τον οποίο την αντιμετωπίζει, τη γεμίζουν ζεστασιά.
Από τις πρώτες σελίδες του μονολόγου τής ηρωίδας γίνεται φανερό ότι δεν έχει, ή αισθάνεται πως δεν έχει, φίλους και μάλιστα, εξηγώντας τις αναζητήσεις της ακόμη και στον τηλεφωνικό κατάλογο, διατυπώνει τη βαθιά μοναξιά της, τους φόβους και την ανασφάλειά της: «Ποιος να με θυμάται εμένα από παλιά και να 'χει συγκρατήσει μια λεπτομέρεια της ζωής μου;» Ξεφυλλίζοντας τον τηλεφωνικό κατάλογο στο γράμμα Ξι αποφασίζει να τηλεφωνήσει στο πρώτο όνομα που αντιστοιχεί στο επίθετο Ξένος. Αγγελος Ξένος είναι η πρώτη καταχώριση και δίπλα στο όνομα αναγράφεται το μυστηριώδες: «Γραφείο Κοινωνικών Εξυπηρετήσεων, ανοιχτά όλο το εικοσιτετράωρο». Διηγούμενη στον άγνωστό της (ξένο) κύριο Ξένο περιστατικά από τη ζωή της φροντίζει να τονίσει ότι πιθανώς είναι αναξιόπιστη αφηγήτρια: «...δεν είμαι πια σίγουρη αν έζησα πραγματικά αυτά που θυμάμαι ή αν τα επινόησα».
Ο βίος της δεν παρουσιάζει συναρπαστικά γεγονότα. Μικρή ζούσε με τη φτωχή αγροτική οικογένειά της σε μια επαρχιακή πόλη. Ο θάνατος της μητέρας στα παιδικά της χρόνια στοιχειώνει, έμμεσα ή άμεσα, τη ζωή της. Λίγο αργότερα, στα 15 της, φεύγει από το σπίτι ακολουθώντας ένα θεατρικό μπουλούκι κι έτσι μας δίνεται η ευκαιρία να παρακολουθήσουμε κάποιες από τις δυσκολίες των περιπλανώμενων θεατρίνων. Από εδώ και πέρα αρχίζει να περιλαμβάνει στις αφηγήσεις της και σκηνές από έργα στα οποία είχε παίξει, η μνήμη της ανακαλεί ατάκες και μονολόγους, λόγια που χρησιμοποιεί για να τονίσει τη σημασία κάποιων περιστατικών. Ο εγκιβωτισμός μονολόγων μέσα στον κυρίαρχο μονόλογο της ηρωίδας είναι ένα από τα ευρήματα του συγγραφέα. Η κεντρική ηρωίδα έχει πάλι την ευκαιρία να υποδυθεί, έστω και τηλεφωνικά, κάποιους ρόλους· η ίδια η ζωή της μετριέται με τους ρόλους που έχει παίξει, ενώ ο χρόνος σημειώνεται από την ίδια με αναφορές σε γιορτές και πανηγύρια. Ο χώρος ποικίλλει, από την έκταση μιας θεατρικής σκηνής -έστω και πρόχειρης- και τα ταξίδια σε τουρνέ του εξωτερικού ώς τον απόλυτα περιορισμένο χώρο που βρίσκεται τώρα: «Εγώ που έκτισα όλη μου τη ζωή πάνω σ' ένα ταξίδι, τώρα πια σηκώνομαι και πηγαίνω απ' το σαλόνι στην κρεβατοκάμαρα χωρίς συγκεκριμένο λόγο, μόνο και μόνο για να περπατήσω στον διάδρομο. Είναι η ιδιωτική μου οδός...».
Σ' ένα από τα περιστατικά που αφηγείται, προσπαθεί να εξηγήσει στον συνομιλητή της πώς χάλασε η παρέα της με τις συνομήλικες φίλες της. Με δεδομένη την πιθανή αναξιοπιστία της, την προχωρημένη ηλικία, τους φόβους της, την προηγηθείσα ασθένεια, ο αναγνώστης αλλά και ο κύριος Ξένος μάλλον δεν πείθονται. Κλιμακούμενη, η διήγηση εστιάζει στον μεγάλο έρωτα της Βενετίας, ο οποίος λόγω των συνθηκών (μετανάστευση του συντρόφου στην Αυστραλία) έχει μικρή διάρκεια. Ο λόγος, πάντοτε λαγαρός, συχνά διακοπτόμενος από την αφήγηση ονείρων, εδώ γίνεται ιδιαίτερα τρυφερός και δίνει αφορμή για υπερρεαλιστικές πινελιές.
Τα κύρια θέματα, η μοναξιά, οι φόβοι που περιστοιχίζουν την τρίτη ηλικία, η απομόνωση και η αποξένωση, οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των συνταξιούχων ηθοποιών, αποδίδονται με ενάργεια. Σε μια εποχή που τα όρια των λογοτεχνικών ειδών συγχέονται όλο και περισσότερο, παρότι το έργο αυτοχαρακτηρίζεται νουβέλα, κάλλιστα μπορεί να το φανταστεί κανείς ως θεατρικό μονόλογο. Το επάγγελμα της ηρωίδας εξάλλου έχει κάνει την ίδια να βιώνει τα όσα λέει όπως όταν βρισκόταν πάνω στη σκηνή. Ωστόσο, η εμμονή της να εξηγεί -μια και μιλά με άγνωστό της- τις σκέψεις που της προκαλούν κάποια από τα όσα διηγείται, επί παραδείγματι το όνομα του Ξένου, ενίοτε αυτοϋπονομεύει κάποια από τα ιδιαίτερα στοιχεία του έργου. Κάποιες άλλες στιγμές πάντως βοηθά τον αναγνώστη να αναγνωρίσει στοιχεία (π.χ. τον ευφάνταστο τίτλο του βιβλίου) και να νιώσει τον βαθύ πόνο μιας ζωής στιγματισμένης από την απουσία της μητέρας. *