Ελευθεροτυπία - 23/12/2010
Έντυπη Έκδοση
Βιβλιοθήκη, Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010
Μηνύματα στο κινητό από τη Σιγκαπούρη
Στο δυνατό φώς των πρώτων εντυπώσεων
Πλησιάζω τον απολύτως κατανοητό κι άλλο τόσο ευεξήγητο χωροχρόνο ή μήπως μιαν ακόμα παραλλαγή του ισχυρότατου μεταφορικού στοιχείου, το οποίο συνέχει την Ασία στο σύνολό της;
Είναι και η Σιγκαπούρη, άραγε, αυτό το λιμάνι των συγκερασμών, η αποθέωση της οικονομιστικής σαφήνειας και το αναπόφευκτο όριο ενός εξ αντικειμένου μικρόκοσμου; Ή μήπως η παρατεταμένη μαγγανεία των αυταρχικών αριθμών του παρόντος, αλλά και των στατιστικών προβλέψεων του μέλλοντος υποκρύπτει ένα άλλο πρόσωπο, μιαν άλλη, θέλω να πω, ασφαλέστερη βεβαιότητα; Οι στιγμές αναδεικνύουν μια μουσική ανάγλυφη, θελκτική από την πρώτη έως την ύστερη νότα. Τα πράγματα επείγονται να αφηγηθούν ό,τι ακριβώς προηγήθηκε. Το μερικό, το αποσπασματικό, το περίπου ενδέχεται δηλαδή να είναι η κόψη και η όψη μιας ευλογημένης πληρότητας. Το σημείο αιχμής, όπου συναντιούνται ιδεολογίες και θρησκείες αβίαστα -κι αυτό είναι που μετράει κατ' εξοχήν εδώ-, για να συντελέσουν στην αναμόρφωση του τοπίου. Να το καταστήσουν από ανενεργό γεωγραφικό στίγμα σημαίνοντα κόμβο εμπορίου και ναυτιλιακών δράσεων. Ως Ελληνες έχουμε κάθε λόγο να αισθανόμαστε αρμόδιοι, ιδιαίτερα αρμόδιοι εδώ, στις παραλίες της Σιγκαπούρης. Νησί οδυσσεϊκό. Πολυμήχανο. Ετοιμο να αναδειχθεί σ' αυτό που σχεδίασε η ανθρώπινη διάνοια. Εν προκειμένω η αγγλοσαξονική-ασιατική συμμαχία σε κοινωνικό και εμπορευματικό πλαίσιο. Ανατρέχω συχνά σ' ένα παραπλήσιο αίσθημα, στη συγκίνηση δηλαδή του αλλότριου, το οποίο διαθέτει όμως από τη φύση του την ακαταμάχητη δυνατότητα να εξοικειώνεται σχεδόν αμέσως μαζί σου. Να ελίσσεται με ομολογούμενη ευχέρεια στο σύνορο της έκπληξης και της ορθολογικής διατύπωσης. Να παριστά δηλαδή την εισαγωγή στο γνώριμο. Εννοώ τα εξής: «Να λοιπόν πώς τη βλέπω την Ανατολή. Εχω δει τις απόκρυφες γωνιές της κι έχω κοιτάξει μέσα στην ψυχή της.
Αλλά τώρα τη βλέπω πάντα από μια μικρή βάρκα: ένα περίγραμμα γαλάζιων, μακρινών βουνών στο φως του πρωινού· σαν άχνα το μεσημέρι· ένας δαντελωτός πορφυρένιος τοίχος με το ηλιοβασίλεμα. Νιώθω το κουπί στο χέρι μου, βλέπω την καυτή γαλάζια θάλασσα. Και βλέπω ακόμη έναν όρμο, έναν πλατύ όρμο, λείο σαν γυαλί και στιλπνό σαν πάγο - λαμπυρίζει στο σκοτάδι. Ενα κόκκινο φως καίει μακριά στη σκοτεινή στεριά και η νύχτα είναι μαλακιά και ζεστή. Τραβάμε κουπί και τα χέρια μας πονούν, και ξαφνικά ένα αεράκι, ζεστό και φορτωμένο με παράξενες ευωδιές ανθών και αρωματικού ξύλου έρχεται από τη γαλήνια νύχτα - ο πρώτος που άκουσα στεναγμός της Ανατολής. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ηταν ανεπαίσθητο και σαγηνευτικό, σαν γλυκός ψίθυρος, υπόσχεση απόκρυφων ηδονών». Δανείζομαι το άκρως χαρακτηριστικό αυτό απόσπασμα από τα ένδοξα Νιάτα του Joseph Conrad, στην ευθύβολη μετάφραση του Αρη Μπερλή, από τις εκδόσεις Αγρα, προκειμένου να καταδείξω, μεταξύ άλλων, τη διαχρονικότητα αυτών των συσχετισμών, αυτών των ανεξάντλητων συνειρμών, οι οποίοι παραπέμπουν με τη σειρά τους σε μιαν αδιαμφισβήτητη υλικότητα ονείρων.
«Γνώρισα ένα λιμάνι.
Λέγοντας γνώρισα είναι σαν να λες ότι κάτι πέθανε».
Raul Gonzalez Tun~όn