Ελευθεροτυπία - 23/12/2010
Έντυπη Έκδοση
Βιβλιοθήκη, Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010
Εκδόσεις ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ, Θεσσαλονίκη
Ποιητής, μεταφραστής, με σπουδές στην Κοινωνιολογία και στις Διεθνείς Σχέσεις ο τριανταπεντάχρονος Γιώργος Αλισάνογλου είναι ο άνθρωπος πίσω από τις εκδόσεις-βιβλιοπωλείο ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ, που εδρεύουν από το 2005 στη Θεσσαλονίκη και που έχουν αρχίσει να συσπειρώνουν τη νέα λογοτεχνική γενιά της συμπρωτεύουσας - και όχι μόνο.
Πρόσφατα μάλιστα επανέκδωσε και ένα από τα σημαντικότερα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, το προφητικό, ήδη από το 1979, βιβλίο του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σαν χώρα»...
ΣΠΥΡΟΣ ΑΡΑΒΑΝΗΣ: Τι συμβολίζει το όνομα των εκδόσεων-βιβλιοπωλείου σας;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΙΣΑΝΟΓΛΟΥ: Στην πραγματικότητα, συμβολίζει τον αγαπημένο μου συγγραφέα Τζέιμς Τζόις, όσο παράξενο κι αν ακούγεται. Το περιβόητο βιβλίο του Οδυσσέας εκδόθηκε το 1920 από τη Σίλβια Μπιτς, την ιδιοκτήτρια του αγγλόφωνου βιβλιοπωλείου Shakespeare and Company στο Παρίσι - που ήδη μετρούσε ζωή είκοσι χρόνων. Οταν, λοιπόν, το επισκέφθηκα για πρώτη φορά, πέρα από το ότι γνώριζα όλη την ιστορία και το ποιοι διάσημοι συγγραφείς και καλλιτέχνες της εποχής είχαν περάσει από 'κεί, σκέφτηκα ότι κάπως έτσι φανταζόμουν ένα ιδανικό βιβλιοπωλείο: φτιαγμένο από ξύλο και άρωμα καλού βιβλίου. Που θα δίνει «στέγη» με διάφορους τρόπους (διαδραστικές παρουσιάσεις βιβλίων, ποιητικά πάρτι, σεμινάρια για τη λογοτεχνία) σε νέους (αλλά και σε παλαιότερους) ποιητές, συγγραφείς και αναγνώστες της Θεσσαλονίκης. Εξ ου, λοιπόν, και το όνομα.
Σπ. Α.: Από τα ξύλινα ράφια του έχετε αποκλείσει τους «ξύλινους» εμπορικούς τίτλους. Τι «κόστος» έχει αυτό ως προς την επιβίωσή του;
Γ. Α.: Το ίδιο «κόστος» ακριβώς που έχει και ο αυτιστικός αναγνώστης ενός κακού βιβλίου, ο οποίος ουδόλως μας ενδιαφέρει.
Σπ. Α.: Πώς επιλέγετε, λοιπόν, τους συγγραφείς που εκδίδετε;
Γ. Α.: Η διαίσθηση και η μικρή μου πείρα ως αναγνώστη με βοηθούν να καταλάβω, σχετικά εύκολα, αν ένα κείμενο υπηρετεί με σεβασμό κάποιους κανόνες σε επίπεδο γραφής και ύφους. Τότε, συζητάμε για μια επικείμενη έκδοση. Στην επιλογή της ξενόγλωσσης λογοτεχνίας λειτουργούμε καθαρά με κριτήρια προσωπικών επιλογών. Κάποιο αξιόλογο βιβλίο, για παράδειγμα, που θα θέλαμε να προτείνουμε σε φίλους-αναγνώστες και δεν υπάρχει ίσως μεταφρασμένο στα ελληνικά. Χαρακτηριστικά σάς αναφέρω τη Γαλάζια ψύχωση του σπουδαίου αυστριακού ποιητή Γκέοργκ Τρακλ σε μετάφραση από τα γερμανικά της Ιωάννας Αβραμίδου που εκδώσαμε πρόσφατα, αλλά και το δοκίμιο του φιλοσόφου Ζαν Μποφρέ Χαίλντερλιν και Σοφοκλής, σε μετάφραση από τα γαλλικά της ίδιας. Από ποιητικές συλλογές ενδεικτικά αναφέρω την ποιητική αυτο-ανθολογία Υποπτος φυγής του Σωτήρη Παστάκα, σε δίγλωσση έκδοση (μετάφραση στα αγγλικά Γιάννης Γκούμας), Τα Γυμνά Μάτια του Θανάση Τριαρίδη, τα διηγήματα της Βούλας Χατζή, Γκιργκιαλέισον, αλλά και τις ποιητικές συλλογές των νεοτέρων Πέτρου Γκολίτση, Κωνσταντίνου Ποζουκίδη, Απόστολου Κωτούλα, Νίκου Βουτυρόπουλου κ.ά.
Σπ. Α.: Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Δημητριάδη;
Γ. Α.: «Γνωριζόμαστε» ήδη αρκετό καιρό. Από σχετικά μικρή ηλικία γνώριζα και παρακολουθούσα το έργο του. Λατρεύω τα κείμενά του. Οδηγούν τη λογοτεχνία και κατ' επέκταση τη γλώσσα πέρα από το μοντερνιστικό παράδειγμα. Βαθιά μέσα μου, ήξερα ότι θα έρθει κάποτε η στιγμή που θα τον συναντήσω. Τα πράγματα ήρθαν από μόνα τους. Τώρα μας συνδέει μια βαθιά φιλία. Ο Δημητριάδης «ευθύνεται» ίσως για τη δημιουργία των εκδόσεών μας. Μας είχε εμπιστευτεί τη μετάφρασή του στον Μακμπέθ του Σαίξπηρ και έτσι τυπώσαμε το πρώτο βιβλίο του ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ. Αυτό φαντάζομαι ήταν το καλύτερο δυνατό ξεκίνημα για μας. Δεν είχαμε παρά να συνεχίσουμε. Ακολούθησαν -μεταξύ άλλων- η Εκπνοή και φυσικά το Πεθαίνω σαν Χώρα, επιμελημένο από τον «μετρ» Αιμίλιο Καλιακάτσο.
Σπ. Α.: Με δυο λόγια, η σημερινή «λογοτεχνική πλευρά» της Θεσσαλονίκης;
Γ. Α.: Βιώνει τη βραδύτητα που βιώνει όλη η Ελλάδα. Από την άλλη, συμβαίνει κάτι καλό σποραδικά, υπάρχουν κάποια δείγματα νέων ποιητών, πεζογράφων αλλά και αναγνωστών που δείχνουν να δέχονται και να εκπέμπουν κάποια σήματα. Συναντώ νέα παιδιά που θέλουν και προσπαθούν να βγουν απ' τον εαυτό τους, ψάχνουν χώρους αυτο-έκφρασης και συν-ομιλίας. Κι αυτό το βλέπω καθημερινά να συμβαίνει στον χώρο του βιβλιοπωλείου και σε άλλα αντίστοιχα μέρη, φυσικά. Είναι ωραία εποχή για λογοτεχνία, αρκεί να αποκτήσουμε μια σχέση με τα πράγματα εντελώς αντίστροφη από αυτήν που έχουμε υιοθετήσει ώς σήμερα. Να διεκδικήσουμε ξανά το δικαίωμά μας στον πολιτισμό. *