Ελευθεροτυπία - 28/05/2010
Έντυπη Έκδοση
Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 28 Μαΐου 2010
Επαθα ό,τι και ο αφηγητής στον «Μοσκώβ Σελήμ»
Τα βιβλία αυτοσυστήνονται; Ο συγγραφέας είναι ο επαρκέστερος πληρεξούσιος ανάμεσα στο έργο του και στον αναγνώστη; Οι λέξεις και τα πράγματα του συγγραφέα πώς συναντούν τις λέξεις και τα πράγματα του ήρωα ή του αφηγητή;
Η στήλη «Τυπωθήτω» προκαλεί και απαντά σε τέτοιας υφής ερωτήματα. Βιβλία όλου του φάσματος, πριν φτάσουν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, εξομολογούνται λεπτομέρειες της γραφής τους. Πεζογράφοι, ποιητές, δοκιμιογράφοι, μεταφραστές, ανθολόγοι, σε πρώτο πρόσωπο, πριν παραδοθούν στον συστηματικό και στον απλό αναγνώστη - βιβλία πριν αρχίσουμε να τα φυλλομετράμε.
Κώστας Ακρίβος
Ποιος θυμάται τον Αλφόνς
μυθιστόρημα, εκδόσεις Κέδρος
Περιπέτεια σε σκοτεινό δάσος η γραφή, παρά εκδρομή στο ξέφωτο. Λίγες φορές καταλήγεις εκεί όπου ήταν κανονισμένο από την αρχή, πολλά τα ξαφνιάσματα που έχεις καθ' οδόν, συναντήσεις με πρόσωπα που δεν ήταν στον πρώτο σχεδιασμό, γεννητούρια νέων πλασμάτων, εκπλήξεις και διαψεύσεις, ξεστρατίσματα - τα πιο πολλά καλοδεχούμενα. Αυτό το λοξοδρόμισμα είναι ίσως και το μοναδικό κριτήριο ότι προχωρείς καλά. Πως, όσο κι αν βγεις έξω από τη ρότα σου, θα το βρεις τελικά το λιμάνι. Ή το απάγκιο σου.
Ενα προσωπικό παράδειγμα. Πριν από τέσσερα χρόνια έπεσε στα χέρια μου το δημοσίευμα μιας εφημερίδας, που έκανε λόγο για έναν «ξεχωριστό και παράξενο άνθρωπο». Πιο συγκεκριμένα, για κάποιον Αυστριακό που η ζωή του δεν ήταν σαν μυθιστόρημα· ήταν από μόνη της μυθιστόρημα. Γιατί μια τέτοια σύγκλιση απιθανοτήτων, σπανιότητας, δωρεών της τύχης και ξεχωριστών στιγμών σ' έναν και μόνο άνθρωπο, μονάχα στα μυθιστορήματα έχουμε συνηθίσει να συναντάμε. Και ο βίος του Αλφόνς Χοχάουζερ από την αρχή ώς το τέλος μοιάζει με σύνοδο μυθιστορηματικών πλανητών: Δεκάξι χρονώ (1922) εγκαταλείπει το σπίτι του στις Αλπεις και ταξιδεύει στη Μεσόγειο, για να καταλήξει στο Πήλιο, όπου θα περάσει τη ζωή του κάνοντας όλα τα επαγγέλματα της στεριάς και της θάλασσας. Τα επόμενα χρόνια είναι ο επικεφαλής στην ομάδα των ψαράδων (αρχαιοκάπηλοι;) που θα ανακαλύψουν στο ακρωτήρι Αρτεμίσιο το άγαλμα του Ποσειδώνα. Μετά, στην Κατοχή τον κατηγορούν για ναζί, αν και όλα τα ντοκουμέντα και οι μαρτυρίες αποδεικνύουν το αντίθετο. Στη συνέχεια και για δώδεκα χρόνια (1956-1968) νοικιάζει ένα μοναστήρι στο νησί Παλαιό Τρίκερι, που το κάνει ξενώνα και που η φήμη του ταξιδεύει σε ολόκληρο τον κόσμο (δύο φορές φιλοξενήθηκε η Γκρέτα Γκάρμπο...). Κοντολογίς, ο Αλφόνς Χοχάουζερ ζει μια τέτοια ζωή που τη ζηλεύουν όλοι, άντρες και γυναίκες - μαζί και ο Χάρος: αυτόν τον άνθρωπο της Φύσης και πρωτοπόρο οικολόγο τον χτύπησε η κακιά αρρώστια. Οπως ήθελε να είναι νικητής στη ζωή, έτσι πήρε την απόφαση να νικήσει και τον θάνατο. Οχι με θεραπείες και νοσοκομεία, όχι με το φάρμακο της απατηλής αισιοδοξίας, όχι αυτοχειριαζόμενος. Τον Ιανουάριο του 1981, σ' έναν από τους βαρύτερους χειμώνες στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, ο Αλφόνς ξεκινάει και ανεβαίνει σε μια κορυφή του Πηλίου κι εκεί αφήνεται να παγώσει μες στο χιόνι. Ετσι γράφεται ο επίλογος της ζωής του και γίνεται η περίφημη έξοδος, που οι ντόπιοι τη διηγούνται ακόμα και σήμερα σαν παραμύθι.
Με τη ζωή λοιπόν και τον θάνατο του Αλφόνς παιδευόμουν για πολύ καιρό, γλυκά και ηδονικά, θέλοντας να την περάσω στο χαρτί. Δεν χρειαζόταν δα και κάνας μεγάλος κόπος· από μόνη της ήταν ένα έτοιμο μυθιστόρημα.
Είχαν περάσει γύρω στα τρία χρόνια από τη μέρα που πρωτοασχολήθηκα μ' αυτό το θέμα (2006), όταν άρχισα να καταλαβαίνω πως τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα όσο νόμιζα στην αρχή. Η κοσμοθεωρία και τα έργα του Αλφόνς έβλεπα να με επηρεάζουν σε προσωπικό επίπεδο. Οχι παραδειγματίζοντας ή υποδειγματίζοντας αντίστοιχες δικές μου πράξεις. Κάτι άλλο συνέβαινε, που όμως δεν είχα όνομα να του δώσω. Με λίγα λόγια έπαθα ό,τι και ο αφηγητής στον «Μοσκώβ Σελήμ» του Βιζυηνού: «Αλλά τι έχει λοιπόν αυτός ο παράξενος Τούρκος, και μου επήρε τον ύπνο; και μου εχάλασε την ησυχίαν;». Τα ίδια κι εγώ. Μα θα πει κανείς, είναι δυνατόν ένας ξένος, ένας άνθρωπος που πια δεν ζει, ένα χάρτινο πρόσωπο να επηρεάζει τη ζωή σου; Για να βρω απάντηση δοκίμασα δύο τρόπους: ή να μείνω αποκλειστικά και μόνο στη μυθιστορηματική εξιστόρηση της ζωής του Αλφόνς ή να το βάλω στα πόδια, αφήνοντας το χειρόγραφο στη μέση (δεν θα 'ταν ούτε το πρώτο ούτε, ελπίζω, το τελευταίο). Απέτυχαν και οι δύο. Γι' άλλη μια φορά διαπίστωσα ότι είμαστε τα πιόνια του «μάγου λόγου»· αυτός μας κινεί πάνω στη σκακιέρα και, κατά μία άποψη, σώζει την παρτίδα. Ετσι λοιπόν, ενώ τα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου είναι η ημερολογιακή καταγραφή της ζωής του και η παράθεση των κάθε λογής ντοκουμέντων, το τρίτο μέρος έχει να κάνει με τον δεσμό που ανέπτυξα με τον Αλφόνς. Πόσο βαθιά μπήκε στη ζωή μου, πόσο την ανέτρεψε, τι νόημα έδωσε στις εμμονές, στις φοβίες μου, στα όποια όνειρα τολμώ ακόμα.
Τώρα που έχω τελειώσει (;) με τον Αλφόνς και σε λίγο θα ανήκει στις αναγνωστικές ορέξεις άλλων, ένα μπορώ να πω με σιγουριά: αισθάνομαι σαν να βρήκα ύστερα από χρόνια κάποιο συγγενή πρώτου βαθμού και, προτού προλάβω να τον χαρώ, τον έχασα. Κυριολεκτώ.