Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία - 30/04/2011
Έντυπη Έκδοση
Επτά, Σάββατο 30 Απριλίου 2011
«Αρνούμαι την πολυτέλεια της απόγνωσης»
Ενας εικοσάχρονος ισραηλινός στρατιώτης πηγαίνει στον πόλεμο με τη Χεζμπολάχ στον Νότιο Λίβανο. Και η μητέρα του, αρνούμενη να δεχθεί το γεγονός ότι μπορεί κάποια στιγμή να χτυπήσει η πόρτα του σπιτιού και να της αναγγείλουν τον θάνατό του, ξεκινάει για ένα ταξίδι αυτογνωσίας στις ερήμους της Μέσης Ανατολής. Ο Νταβίντ Γκρόσμαν, ο διάσημος ισραηλινός συγγραφέας και μαχητής για την επικράτηση της ειρήνης ανάμεσα στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη, ολοκλήρωσε το νέο του μυθιστόρημα «Στο τέλος της Γης» (εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Λουίζα Μιζάν), μετά τον θάνατο του γιου του το 2006 κατά την εισβολή του ισραηλινού στρατού στο Νότιο Λίβανο. Με αυτό το βιβλίο θα έρθει ως προσκεκλημένος της 8ης Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, που ανοίγει τις πύλες της την Πέμπτη.
«Προσπάθησα να περιγράψω τον αγώνα μιας οικογένειας στην καρδιά μιας περίπλοκης πολιτικά και στρατιωτικά κατάστασης» λέει στο «Επτά» ο 56χρονος συγγραφέας από το σπίτι του στα προάστια της Ιερουσαλήμ. «Και να δείξω τι συνέβη στους ήρωές μου, που χρόνια τώρα έχουν παγιδευθεί σε έναν ατέρμονο κύκλο βίας. Να περιγράψω πώς αυτή η συνεχής κατάσταση συναγερμού αντανακλάται στα συναισθήματά τους και τις σχέσεις τους και πώς μεταβάλλει την καθημερινότητά τους, από τον τρόπο που μεγαλώνουν τα παιδιά τους μέχρι την πολιτική στάση τους και το πώς αντιμετωπίζουν το μέλλον».
Υπέρμαχος της ειρήνης ανάμεσα στους Αραβες και τους Ισραηλινούς, ο Γκρόσμαν δεν άλλαξε τις απόψεις του ακόμα και μετά το θάνατο του γιου του. Πάντα έλεγε ότι η θλίψη του είναι μεγαλύτερη από την οργή του. Οπως ακριβώς η ηρωίδα του μυθιστορήματός του. «Ολα όσα γράφω είναι αυτοβιογραφικά» εξηγεί. «Ζω σε αυτήν τη χώρα, υπομένω μια διαρκή εμπόλεμη κατάσταση και όταν γράφω για μια γυναικα που ο γιος της πάει στον πόλεμο και μπορεί να γυρίσει νεκρός είναι ένα γεγονός που έχω βιώσει, όπως όλοι οι Ισραηλινοί. Από τη άλλη η ηρωίδα μου, η Ορα, δεν είναι ειρηνίστρια. Ισορροπεί ανάμεσα στην προσπάθεια κατανόησης για τους Παλαιστίνιους και την οργή της για τους εχθρούς της χώρας της».
Με άλλα λόγια, μεταφέρει τις ιδέες του Γκρόσμαν ο οποcος απεχθάνεται το κλασικό στερεότυπο του ειρηνιστή. «Είμαι μαχητής της ειρήνης», τονίζει, «όχι πασιφιστής». «Για παράδειγμα, δεν τρέφω αυταπάτες ότι το Ισραήλ μπορεί κάποια στιγμή να αφοπλιστεί. Εχω ακούσει τόσες φορές από τους Παλαιστίνιους, τους Ιορδανούς ή τους Αιγύπτιους ότι θα εξαλείψουν το κράτος του Ισραήλ, που μου φαίνεται ανόητο να απαιτώ τη διάλυση του στρατού. Ζούμε σε μια περιοχή που περιστοιχιζόμαστε από εχθρούς. Αρα αν επιθυμείς την ειρήνη πρέπει από τη μια να βρίσκεσαι σε διαρκή συναγερμό για να προστατέψεις τον εαυτό σου και τη χώρα σου. Από την άλλη όμως πρέπει να αναζητάς τις ευκαιρίες για ειρήνευση. Και κυρίως να μην ακολουθείς τα στερεότυπα για τους εχθρούς σου και να μην τους δαιμονοποιείς. Ο εχθρός, ο ξένος, ο Αραβας, δεν είναι κάτι απρόσωπο αλλά ένα σύνολο από άτομα με τη δική τους οργή και τη δική τους αμφιβολία».
Ετσι, αντί να γράψει ένα ακόμα άρθρο για το παλαιστινιακό ζήτημα, ο Γκρόσμαν έγραψε ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα. «Νομίζω ότι γράφοντας μυθιστορήματα κατανοώ καλύτερα την ανθρώπινη κατάσταση» εξηγεί. «Οταν γράφω άρθρα επικεντρώνομαι στα γεγονότα και την ερμηνεία τους. Η λογοτεχνία όμως είναι ένας άλλος τρόπος, πολύ πιο πλούσιος, που σου δίνει τη δυνατότητα να εξηγήσεις μια περίπλοκη κατάσταση μέσα από μια ιστορία. Αυτή είναι η μαγεία της και η δύναμή της».
Γεννημένος στην Ιερουσαλήμ, ο Νταβίντ Γκρόσμαν σπούδασε φιλοσοφία και θέατρο και μετα ξεκίνησε να γράφει. Η πρώτη του ιστορία, όπως θυμάται, ήταν για έναν αμερικανό στρατιώτη που πρέπει να πάει στο Βιετνάμ και την εσωτερική σύγκρουση που βιώνει. «Δεν ξέρω πώς μου ήρθε αυτή η ιδέα», θυμάται, «ξέρω όμως ότι μετά από αυτό το διήγημα βρήκα τον δρόμο μου».
Καθόλου θρησκευόμενος ο ίδιος, βρίσκει ότι η στροφή των νέων κάθε εθνικότητας στη θρησκεία οφείλεται στη απόγνωσή τους απέναντι στο μέλλον. «Καθώς η κατάσταση γίνεται όλο και πιο περίπλοκη και απέλπιδη, οι νέοι στρέφονται στη θρησκεία» λέει. «Σε αντίθεση με τη δική μας γενιά, η νέα γενιά μοιάζει πιο απαθής και απολιτικη. Προτιμάει τη θρησκεία, γιατί δίνει απλές και ξεκάθαρες απαντήσεις. Μόνο που οι απαντήσεις δεν βοηθάνε σε μια εποχή που αυτό που προέχει είναι να τίθενται ερωτήσεις. Αντί για κατανόηση απέναντι στον άλλον και διαρκή αμφιβολία σε σχέση με τις ιδέες τους, οι άνθρωποι προτιμούν τα μανιχαϊστικά δίπολα. Είναι η εύκολη λύση».
Μαζί με άλλους συγγραφείς του Ισραήλ, όπως ο Αμος Οζ, ο Γκρόσμαν υποστηρίζει για την Παλαιστίνη τη λύση δυο κρατών. «Το μέλλον του Ισραήλ εξαρτάται από την επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος» λέει ξεκάθαρα. «Και ο σχηματισμός δύο κρατών με καθορισμένα σύνορα είναι η πιο ρεαλιστική λύση. Και οι δύο κοινότητες ξέρουν ότι είναι η μόνη βιώσιμη προοπτική, μόνο που φοβούνται και δεν εμπιστεύονται η μια την άλλη. Κάθε βήμα καλής θέλησης από τη μια πλευρά γίνεται δεκτό ως υποχώρηση από την άλλη. Ετσι πιστεύω ότι είναι πια απαραίτητος ένας ισχυρός διαμεσολαβητής που θα πιέσει τους δύο λαούς ώστε να ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις στα Ηνωμένα Εθνη».
Γι' αυτό και πιστεύει πως ένας αμερικανός πρόεδρος σαν τον Ομπάμα μπορεί να παρέμβει. «Ελπίζω, φυσικά», εξηγεί, «γιατί δεν βλέπω άλλους να ασχολούνται με το μεσανατολικό ζήτημα. Ο Ομπάμα έχει τη δύναμη και φαίνεται αποτελεσματικός, γιατί σε αντίθεση με τους προκατόχους του κινείται αργά και προσεκτικά. Αλλωστε κατάφερε να νικήσει τον ρατσισμό στις ΗΠΑ και εξαιτίας των αγώνων που έδωσε ο ίδιος μπορεί να νιώσει ότι η πραγματικότητα δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται. Μονο ένας τέτοιος άνθρωπος που μπορεί να δει τις πολλαπλές όψεις ενός προβλήματος, μπορεί να δημιουργήσει ένα κοινό έδαφος για συνομιλίες ανάμεσα σε Ισραήλ και Παλαιστίνη».
Στο μεταξύ ο Γκρόσμαν συνεχίζει να μάχεται. Πέρυσι μάλιστα συμμετείχε σε μια πορεία ενάντια στον εποικισμό των παλαιστινιακών εδαφών η οποία χτυπήθηκε από την ισραηλινή αστυνομία. «Ο τύπος ήταν υπερβολικός, δεν υπήρξα θύμα αστυνομικής βαρβαρότητας» εξηγεί. «Απλώς η αστυνομία διέλυσε την πορεία, φοβούμενη γενικευμένες ταραχές. Αλλα βγαίνω στον δρόμο για να παλέψω. Δεν μπορώ να δεχθώ την πολυτέλεια της απόγνωσης, να παραδοθώ αμαχητί στην απελπισία. Πιστεύω ότι, αν παραδοθώ, έχασα τον πόλεμο. Δεν θέλω να είμαι θύμα, γι' αυτό και γράφω ιστορίες για να δημιουργήσω μια νέα πραγματικότητα. Αυτό είναι το καθήκον μου».