Ελευθεροτυπία - 31/07/2010
Έντυπη Έκδοση
Βιβλιοθήκη, Σάββατο 31 Ιουλίου 2010
Ο Διονύσης
Είχε χαρακτηριστικό περπάτημα. Αδύνατον να μην το προσέξει κανείς.
Στο σχολείο μάς είπαν ότι τις Κυριακές, μετά την εκκλησία, πρέπει να πηγαίνουμε στο Κατηχητικό. Μου άρεσε πολύ από την πρώτη κιόλας φορά. Ακόμη έχω τα μπλοκάκια με τα διάφορα διδάγματα και ρητά: «Μη γενώμεθα κενόδοξοι αλλήλους φθονούντες» ή «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσεται, κρούετε και ανοιχθήσεται υμίν».
Δίπλα και πίσω από την εκκλησία, ανεβαίνοντας καμιά εξηνταριά σκαλιά, βρισκόσουν σ' ένα πανέμορφο δασάκι. Από εκεί πάνω φαινόταν όλη η πόλη, ο μεγάλος κόλπος, μέχρι τα γυμνά βουνά απέναντι.
Το είχαμε καθιερώσει, και μετά το Κατηχητικό πηγαίναμε βόλτα εκεί, η Χριστίνα, η Ζανέτ κι εγώ.
Μία Κυριακή τον είδαμε να κάνει κι αυτός βόλτα μ' ένα φίλο του, και μετά την άλλη Κυριακή πάλι, και την άλλη. Κοιταζόμαστε. Φορούσε τα καλά του, πάντα τα ίδια, γκρι παντελόνι και μπλε σταυρωτό σακάκι. Κάποια Κυριακή βρεθήκαμε να περπατάμε μαζί. Χωρίς πολλές κουβέντες, σχεδόν καθόλου.
Δύο φορές την εβδομάδα, απογεύματα, πήγαινα για μάθημα Αγγλικών στην κυρία Κουνουπίου. Εμενε σε ένα παλιό διώροφο. Μου άνοιγε η ίδια, πάντα με το τσιγάρο στο στόμα και το φλιτζάνι του καφέ στο χέρι της. Δεν έχω δει άνθρωπο να απολαμβάνει τόσο πολύ τσιγάρο και καφέ μαζί. Το δωμάτιο που κάναμε μάθημα ήταν η τραπεζαρία, η κλασική τραπεζαρία της εποχής που βλέπουμε στα παλιά ελληνικά έργα. Τετράγωνο τραπέζι σκεπασμένο με κεντημένο τραπεζομάντιλο πολύχρωμο, τέσσερις καρέκλες, ένας ωραιότατος μπουφές με τα τζαμένια πορτάκια για να φαίνονται τα διάφορα σετ ποτηριών, ρολόι ξύλινο στον τοίχο με σιγανό τικ-τακ και ένα απλό τραπεζάκι με ραδιόφωνο επάνω.
Στο διπλανό δωμάτιο ήταν κατάκοιτη η πεθερά της. Βόγκαγε η καημένη κάθε τόσο, μα δεν ζητούσε τίποτε και ποτέ η κυρία Κουνουπίου δεν τη ρώταγε αν ήθελε κάτι. Θα ήταν πολύ γριά υπέθεσα και μπορεί η κυρία Κουνουπίου να είχε βαρεθεί ή κουραστεί.
Ενα απόγευμα, βγαίνοντας από το σπίτι μετά το μάθημα τον είδα να στέκεται στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ξαφνιάστηκα και χάρηκα. Πώς είχε μάθει το σπίτι που πήγαινα γι' Αγγλικά; Εκτός από τα βιβλία μου κρατούσα και μία τσάντα με πορτοκάλια που μου είχε δώσει η κυρία Κουνουπίου από το κτήμα της. Ηρθε κοντά μου, έκανε μια κίνηση για να πάρει την τσάντα, είπα όχι στην αρχή, αλλά επέμενε και του την έδωσα. Περπατήσαμε μέχρι το σπίτι μου, κρατώντας εκείνος τα πορτοκάλια και εγώ τα βιβλία μου. Χωρίς κουβέντες, σχεδόν καθόλου.
Υστερα από πολλά χρόνια τον είδα σε μια έκθεση παιχνιδιών. Ημουν πίσω του και γνώρισα το περπάτημά του. Τον φώναξα με τ' όνομά του και γύρισε. Ηταν ακόμα πολύ όμορφος. Τα μαύρα του μαλλιά είχαν ελαφρά γκριζάρει. Δεν είμαι σίγουρη αν με γνώρισε αμέσως, αλλά και έτσι να ήταν δεν με πείραξε. Του θύμισα ποια είμαι και με έκπληξη άκουσα ότι τα θυμόταν όλα. Το δασάκι, τα μαθήματα των Αγγλικών.
Ακόμα και τα πορτοκάλια!